- κοπανιστήρι(ον)
- τό1) ступа; 2) пестик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοπανιστήρι(ο) — το (Α κοπανιστήριον) [κοπανίζω] σκεύος που χρησιμοποιείται για κοπάνισμα, γουδί … Dictionary of Greek
κοπανιστήρι — το όργανο με το οποίο κοπανίζεται κάτι, κόπανος, γουδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορτάρι — και μουρτάρι και μουρτάριν, το (Μ μορτάρι και μουρτάρι και μουρτάριν) 1. γουδί, κοπανιστήρι 2. πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο 2. φρ. «κτυπῶ νερόν εἰς τὸ μουρτάρι» ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mortaro] … Dictionary of Greek